13 Μαρ 2008

Σύμφωνα με τον George W. Stocking[1] τα μουσεία είναι κοσμικοί ναοί αφιερωμένοι στη συλλογή, τη συντήρηση, την έκθεση, τη μελέτη και την ερμηνεία των αντικειμένων, του υλικού πολιτισμού. Ορμώμενος από τον όρο «αρχείο», ο οποίος αποδίδει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι ανθρωπολόγοι τα μουσεία, ως αρχεία δηλαδή του υλικού πολιτισμού, ο Stocking προχωρά, πέρα από την έννοια του τρισδιάστατου χώρου των μουσειακών αντικειμένων, στην προσέγγιση άλλων τεσσάρων διαστάσεων. Έτσι η λέξη «αρχείο» προϋποθέτει μια τέταρτη διάσταση, η οποία υποδεικνύει μια ιδιαίτερη προβληματική σχέση με τα μουσεία. Αυτή η διάσταση έχει να κάνει με το παρελθόν των αντικειμένων, την ιστορία τους και τις μεταβολές και αλλαγές που έχει υποστεί το αντικείμενο μέσα στην ιστορική πορεία. Η μεταφορά τους μακριά από τα αρχικά χωρικά και χρονικά συμφραζόμενα τους, η επανατοποθέτησή τους σε διαφορετικό χωρικό και χρονικό περιβάλλον που σημαίνει και την ταυτόχρονη επανανοηματοδότησή τους ορίζουν και συνιστούν μια προβληματική των μουσείων όσον αφορά στο νόημα και τη σημασία των υλικών μορφών. Έτσι λοιπόν τα αντικείμενα χαρακτηρίζονται ως «επιζήσαντες» όχι μόνο από το αρχικό ιστορικό τους πλαίσιο από το οποίο και συνελέγησαν αλλά και ως «επιζήσαντες» της λιγότερο ή περισσότερο μακράς ιστορικής πορείας των εκθέσεών τους, μιας πορείας που χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες επανατοποθετήσεις και νοηματοδοτήσεις μέσα στα διάφορα εκθεσιακά-πολιτισμικά συμφραζόμενα.

Πέρα από τις τρείς διαστάσεις της υλικότητας και την τέταρτη του χρόνου ή της ιστορίας υπάρχει και αυτή των σχέσεων εξουσίας. Από την πλευρά των παρατηρητών η εξουσία έγκειται στο γεγονός της δυνατότητας της ανανοηματοδότησης, αν και οι ίδιοι ούτε κάτοχοι των αντικειμένων είναι ούτε μπορούν να ορίσουν τις παραμέτρους της νοηματοδότησης. Σ’ αυτά τα πλαίσια προκύπτει ότι παρά τις ποικίλες εξατομικευμένες νοηματοδοτήσεις μέσα από αυτή την ίδια τη νοηματοδότηση τα αντικείμενα ασκούν μια εξουσία πάνω στο κοινό, μια εξουσία που προέρχεται όχι απλώς από τη φύση των αντικειμένων αλλά που τους έχει δοθεί από το μουσείο ως θεσμό, μέσα σε μια ιδιαίτερη ιστορική κοινωνικοπολιτισμική κατάσταση. Ομόρροπα με τη διάσταση των σχέσεων εξουσίας κινείται και αυτή της ιδιοκτησίας, αφού ο υλικός πολιτισμός εκλαμβάνεται ως πολιτισμική περιουσία. Με βάση αυτή την καθαρά οικονομική προσέγγιση της έννοιας πολιτισμική περιουσία υπήρξε σαφώς μια διάκριση μεταξύ των αντικειμένων που θεωρήθηκαν χειροτεχνήματα και των έργων τέχνης (καλλιτεχνικές δημιουργίες) και συνεπώς μια ανισότητα στην αξιολόγηση και την παροχή οικονομικών πόρων για τη συλλογή και τη συντήρησή τους.

Υπό το πρίσμα μιας εμπορικής προοπτικής, η οποία σαφώς επηρέασε τα μουσεία ως αρχεία του υλικού πολιτισμού, παρατηρείται μια τελευταία ευρύτερη και καθοριστική διάσταση που έχει να κάνει με την αισθητική και τα αισθητικά πρότυπα. Έτσι ο υλικός πολιτισμός των μη δυτικών υποβάλλεται σε μια διαδικασία αισθητικοποίησης από τη στιγμή της τοποθέτησής του στα μουσεία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τόσο τη σχετικοποίηση των δυτικών αισθητικών προτύπων όσο και την ανανοηματοδήτηση της παραγωγής των παραδοσιακών αντικειμένων του υλικού πολιτισμού, νοηματοδότηση η οποία δεν σχετίζεται με την πολλαπλή λειτουργικότητα των αντικειμένων αλλά με τη διαδικασία της ενσωμάτωσης των χρηστικών λειτουργιών τους βάσει των προϊόντων της δυτικής τεχνολογίας. Μέσα στα πλαίσια λοιπόν της σύγχρονης εμπορευματοποίησης ακόμη και ένας βιοτέχνης μπορεί να μετατραπεί σε καλλιτέχνη.

Το ότι τα μουσεία αποτελούν τη «θεσμική πατρίδα» της ανθρωπολογίας είναι γεγονός, όπως γεγονός είναι ότι η ανθρωπολογία καθυστέρησε να βρει αυτή την πατρίδα και κάτι τέτοιο ήταν αναπόφευκτο από τη στιγμή που άγγλο-αμερικανική ανθρωπολογική παράδοση ενδιαφερόταν κυρίως αν όχι αποκλειστικά για την παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τις δομές των ανθρώπινων κοινωνιών και όχι για τα αντικείμενα του υλικού πολιτισμού τους. Έτσι οι χειροποίητες παραδοσιακές κατασκευές ελάχιστα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον ακόμη και των εθνογράφων που ασχολούταν με τις συλλογές. Με το πέρασμα των χρόνων και με τις διάφορες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές του 20ου αιώνα επανατοποθετήθηκε και επαναπροσδιορίστηκε η σχέση ανθρωπολογίας και μουσείων, ενώ παράλληλα εμφανίστηκαν προβλήματα εκπροσώπησης και αναπαράστασης των πολιτισμών των «άλλων». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και με μια κριτική προσέγγιση και θεώρηση των ανθρωπολογικών μουσείων πολλοί ανθρωπολόγοι κάνουν λόγο για ανάγκηεπιστροφής της πολιτισμικής περιουσίας στους ιθαγενείς ιδιοκτήτες της. Απέναντι σ’ αυτόν το λόγο προβάλλεται ο αντίλογος των ανθρωπολόγων των μουσείων που υποστηρίζει ότι τα μουσεία διαδραματίζουν ρόλο θεματοφύλακα των πολιτισμών αφού διαφυλάσσει και συντηρεί την υλική κληρονομιά των «άλλων» προστατεύοντάς την από οποιαδήποτε καταστροφική φθορά.

Εξίσου σημαντικό πρόβλημα που ανακύπτει από το ζήτημα της διαχείρισης της υλικής κληρονομιάς είναι αυτό της αναπαράστασης ενός άλλου πολιτισμού, γεγονός που γεννά το ερώτημα ποιος έχει το δικαίωμα της αναπαράστασης, της κατηγοριοποίησης και ερμηνείας των πολιτισμών. Μια τέτοια προβληματική επιτάσσει την αναγκαιότητα κριτικής και αναθεωρητικής προσέγγισης των ζητημάτων της αναπαράστασης.



[1] Stocking, Jr. George W., “Essays on Museums and Material Culture”, στο Goerge W. Stocking Jr. (επιμ.) Objects and others, εκδ. The University of Wisconsin Press, Wisconsin 1985, σσ. 3-14.

Δεν υπάρχουν σχόλια: