5 Μαρ 2008

Ανθρωπολογία & Μουσεία

Αντώνης Αγγελής

Πώς κατανοείται η ανθρωπολογία στα μουσεία;

Οι σχέσεις μεταξύ μουσείων και ακαδημαϊκών ανθρωπολόγων έχουν πλέον επαναπροσδιοριστεί και τοποθετηθεί στο κοινό πεδίο ενδιαφέροντος και μελέτης του υλικού πολιτισμού. Ο υλικός πολιτισμός έπαψε πια να αντιμετωπίζεται σαν δυο τρία καπέλα, άλλα τόσα φτερά κι άλλα περίεργα αντικείμενα εξωτικής προέλευσης, πρόκειται πια για ένα πεδίο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που μέσω της έρευνάς του, της ανάλυσής του και της ερμηνείας του πλάθει την εικόνα των απομακρυσμένων από τη δύση πολιτισμών, των χαρακτηριστικών «άλλων». Ένας βασικός στόχος της ανθρωπολογίας εξυπηρετείται από αυτή την εξέταση του υλικού πολιτισμού και είναι η συστηματική προσπάθεια να γνωρίσουμε αυτούς τους «άλλους» και μέσω αυτής της γνωριμίας να συνθέσουμε και να κατανοήσουμε τον δικό μας πολιτισμικό εαυτό.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια του προσδιορισμού των ξένων, των διαφορετικών, των άγνωστων, των «άλλων» πολιτισμών τα μουσεία αναλαμβάνουν τον καθοριστικό ρόλο της αναπαράστασης και έκθεσης του υλικού πολιτισμού, ενώ η ανθρωπολογία επιχειρεί την ερμηνεία και την σημασιολογική πλαισίωσή του. Πρόκειται λοιπόν για την ανάπτυξη μιας διαλεκτικής σχέσης, μιας αγαστής επιστημονικής σύμπραξης μεταξύ ανθρωπολογίας και μουσείου, μεταξύ θεωρίας και πράξης[1]. Αυτή η αλληλεξάρτηση κατοπτρίζεται σαφέστατα στο γεγονός ότι οι αλλαγές που πραγματοποιούνται στην ανθρωπολογική θεωρητική βάση επηρεάζουν τόσο τις μεθόδους συλλογής, όσο και την ταξινόμηση, την έκθεση και την αναπαράσταση του πολιτισμικού «άλλου» από τα μουσεία. Παρά τις μεταβολές της ανθρωπολογικής θεωρίας όμως το βασικό εργαλείο, η ταξινόμηση, η κατηγοριοποίηση των αντικειμένων των διαφορετικών πολιτισμών, παραμένει ανθρωπολογική, περιγράφοντας μέσα από αυτές τις ανθρωπολογικές κατηγορίες αυτό που ονομάζουμε εθνογραφικό παρόν των «άλλων» πολιτισμών.

Αν διακρίνουμε το κοινό ενός μουσείου σε δύο βασικές κατηγορίες τότε από τη μία έχουμε αυτούς που πάνε να δουν τη αναπαράσταση ενός «άλλου» πολιτισμού και από την άλλη αυτούς των οποίων ο πολιτισμός εκτίθεται[2]. Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει το πώς αντιμετωπίζουν οι «άλλοι», οι μη δυτικοί τον υλικό πολιτισμό καθώς και το πώς βλέπουν την προσπάθεια των δυτικών για αναπαράσταση του πολιτισμού τους. Οι προβληματισμοί που προκύπτουν είναι πολλοί. Οι μουσειακές εκθέσεις και οι ερμηνείες των αντικειμένων που βασίζονται σ’ αυτό που ο Parezo αναφέρει ως «υάλινα κουτιά», “glass boxes[3], δημιουργούν σαφώς μια περιορισμένη-καθορισμένη εικόνα του πολιτισμού των «άλλων» και χρωματίζοντάς την με μύθους την περιχαρακώνουν στο λεγόμενο «εθνογραφικό παρόν».

Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι οι ενστάσεις των μη δυτικών είναι πολλές και έντονες και προκύπτουν από το γεγονός της μουσιοποίησης του υλικού πολιτισμού τους. Τα μουσεία ως κάτοχοι των αντικειμένων κατέχουν τη δυνατότητα αναπαράστασης ενός πολιτισμού, συνεπώς μπορούν να ελέγχουν την ιστορία και τον πολιτισμό των «άλλων» μέσα από την ερμηνεία των αντικειμένων. Αν λοιπόν ισχύει το ότι όποιος ελέγχει την ιστορία είναι αυτός που πραγματικά ωφελείται από αυτή τότε μπορούμε να αντιληφθούμε ότι οι μη δυτικοί εκλαμβάνουν αυτή τη μουσιοποίηση τους ως μια μορφή κυριαρχίας των δυτικών, που προκύπτει μέσα από τα συστήματα ταξινόμησης, τα οποία σαφώς συνιστούν μια διάθεση δυτικής ηγεμονικότητας. Άλλωστε είναι σαφής η θέση των Dominguez και Appadurai ότι τα αντικείμενα, όπως και καθετί άλλο αποτελούν εκφράσεις των σχέσεων εξουσίας[4].

Μπροστά σε τέτοια προβλήματα η ανθρωπολογία δύναται να προσφέρει σημαντική βοήθεια μπολιάζοντας με μια έντονα κριτική θεώρηση την ερμηνεία των αντικειμένων και του υλικού πολιτισμού γενικότερα. Σ’ αυτή τη βάση ο Jackins προτείνει δύο επίπεδα ανάλυσης των αντικειμένων α) ο ενδελεχής έλεγχος της κοινωνικής ιστορίας του αντικειμένου και οι διάφορες ερμηνείες που αυτό έχει λάβει στο πέρασμα των χρόνων και β) η επανανοηματοδότηση ή αλλιώς η αντικειμενοποίηση των αντικειμένων από τα μουσεία[5]. Η προσπάθεια των ανθρωπολόγων στην ανάδειξη των ποικίλων σημασιών των αντικειμένων πρέπει να μη γνωρίζει περιορισμούς, άλλωστε αυτή η εξέλιξη των νοημάτων είναι αυτή που θα αποκαλύψει τους ιστορικούς και θεσμικούς μηχανισμούς που παρήγαγαν και αναπαράγουν αυτά τα νοήματα. Έτσι τα μουσεία μπορούν να τροφοδοτήσουν με τις κατάλληλες πληροφορίες το κοινό που συνεχίζει την προσπάθεια κατανόησης και ελέγχου του κόσμου των «άλλων» και του δικού του.

Η σύγχρονη επικοινωνιακή πολιτική των μουσείων επιβάλλει την ικανοποίηση των αιτημάτων τόσο των δυτικών όσο και των μη δυτικών επισκεπτών. Προβάλλει λοιπόν επιτακτική η ανάγκη εύρεσης μιας χρυσής τομής που θα εξασφαλίσει και την ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα της κυριότητας και του αυτοκαθορισμού και το δικαίωμα της γνώσης, ανάμεσα στους αδικημένους «άλλους» και τους ευνοούμενους δυτικούς της πολιτισμικής ιστορίας. Μια τέτοια προοπτική σημαίνει την παρότρυνση των ανθρώπων από τα μουσεία να αυτοπροσδιοριστούν, να αναλάβουν αυτοί τον έλεγχο της ιστορίας τους και του πολιτισμού τους και τελικά να καθορίσουν αυτοί την αναπαράστασή τους. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει βέβαια και την κατάργηση του ρόλου του μουσείου και των ανθρωπολόγων αλλά μια ουσιαστική, κριτική προσέγγιση και αναπαράσταση των πολιτισμών. Άλλωστε βασικός στόχος της ανθρωπολογίας είναι να διευρύνει τις δυνατότητες συνδιαλλαγής μεταξύ ανθρώπων με πολύ διαφορετικές κουλτούρες, διαπιστώνοντας τις ατελεύτητες και άρρηκτες διασυνδέσεις τους, μέσα στον πολυπολιτισμικό αυτόν κόσμο, καθώς και να παράσχει μια πολυπρισματική ενατένιση και προσέγγιση της φύσης των πραγμάτων και των γεγονότων αποφεύγοντας τις ηγεμονικές τάσεις στις πολιτικές ερμηνείας και απελευθερώνοντας την κατασκευασμένη αντίληψη μέσα από μια κριτική θεώρηση[6].





[1]Mary Bouquet, “Introduction: Academic anthropology and the Museum. Back to the future”, σ. 6.

[2] Michael M. Ames, “Cannibal tours, glass boxes and the politics of interpretation”, σ. 102.

[3] Ο ίδιος, σ. 99.

[4] Ο ίδιος, σ. 102.

[5] Ο ίδιος, σ. 100.

[6] Ο ίδιος, σ. 105.



Βιβλιογραφία


Ames Micheal M., “Cannibal tours, glass boxes and the politics of interpretation”, στο Susan Pearce (επιμ.) Interpreting objects and collections, εκδ. Routledge, Λονδίνο - Νέα Υόρκη 1994, σσ. 98-106.


Bouquet Mary (επιμ.), “Introduction: Academic anthropology and the Museum. Back to the future”, στο Mary Bouquet (επιμ.) Academic anthropology and the Museum. Back to the future, εκδ. Berghahn, Νέα Υόρκη - Οξφόρδη 2001, σσ. 1-16.

Δεν υπάρχουν σχόλια: